-
1 вылет
-
2 kalkış
αναχώρηση, απογείωση, (harekat) εκκίνηση -
3 вылет
1. (полёт) η πτήση 2. (сво-бодная длина выступающей части конструкции или машины) το ανέρειστο, ο πρόβολος, η προεξοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вылет
-
4 вылет
-а α.πτήση, πέταγμα. || απογείωση, αναχώρηση.
См. также в других словарях:
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek